-
1 προς-μάχομαι
προς-μάχομαι (s. μάχομαι), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut.
-
2 κατα-σιδηρόω
κατα-σιδηρόω, mit Eisen versehen, beschlagen, κριοὺς κατασεσιδηρωμένους προςήρεισε τοῖς τείχεσι D. Sic. 13, 54.
См. также в других словарях:
επισείω — (AM ἐπισείω) [σείω] σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», Ομ. Ιλ.) μσν. μέσ. ἐπισείομαι 1. κουνώ κάτι 2. απομακρύνω, διώχνω αρχ. 1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι… … Dictionary of Greek
κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek